- συντράχηλος
- -ον, Ακοντολαίμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τράχηλος (πρβλ. περι-τράχηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ξυντράχηλος — ξυντράχηλος, ον (Α) βλ. συντράχηλος … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
ξυντράχηλα — συντράχηλα , συντράχηλος with head sunk between shoulders neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)